-
1 канавка
το αυλάκι, το λούκιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канавка
-
2 электросеть
το ηλεκτρικό δίκτυοτο ηλεκτρικό κύκλωμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > электросеть
-
3 щель
η χαραμάδα, η σχισμή, το άνοιγμαголосовая - анат. η γλωττίδα (το άνοιγμα στο άνω τμήμα του λάρυγγα ανάμεσα στις φωνητικές χορδές)кольцевая - рад. το κυκλικό άνοιγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > щель